σοράν

σοράν
το, Ν
άκλ. (αεροπ.-ναυτ.) σύστημα προσδιορισμού τής θέσης ενός αεροσκάφους ή πλοίου με τη βοήθεια τού ραντάρ, παραλλαγή βραχείας εμβέλειας τού συστήματος λόραν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. soran < sho(rt)- ra(nge) n(avigation) «σύστημα ναυσιπλοΐας μικρής εμβέλειας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”